- αοριστία
- ηαβεβαιότητα, ασάφεια: Αυτή η αοριστία στην υπόθεσή του τον είχε κουράσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀοριστία — ἀοριστίᾱ , ἀοριστία indefiniteness fem nom/voc/acc dual ἀοριστίᾱ , ἀοριστία indefiniteness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοριστίᾳ — ἀοριστίᾱͅ , ἀοριστία indefiniteness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αοριστία — η (Α ἀοριστία) το να είναι κάτι αόριστο, ακαθόριστο, η ασάφεια, η αβεβαιότητα νεοελλ. ασαφής λόγος, αοριστολογία αρχ. 1. το να είναι κάτι απεριόριστο 2. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα 3. στον πληθ. ανωμαλίες, φαινόμενα χωρίς κανονικότητα,… … Dictionary of Greek
ἀοριστίας — ἀοριστίᾱς , ἀοριστία indefiniteness fem acc pl ἀοριστίᾱς , ἀοριστία indefiniteness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοριστίαν — ἀοριστίᾱν , ἀοριστία indefiniteness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβεβαιότητα — η (Α ἀβεβαιότης) [ἀβέβαιος] 1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία 2. ασάφεια, αοριστία αρχ. αστάθεια, ακαταστασία … Dictionary of Greek
αδιοριστία — ἀδιοριστία, η (Α) [ἀδιόριστος] αοριστία … Dictionary of Greek
αοριστολογικός — ή, ό 1. αυτός που λέγεται με αοριστία ή περιέχει ασάφεια 2.(Γραμμ.) «αοριστολογικές (ή αόριστες) αντωνυμίες» αντωνυμίες που εκφράζουν κάτι αόριστο και γενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αοριστολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο λεξικό του Σκαρλάτου… … Dictionary of Greek
γενικότητα — η 1. η ιδιότητα τού γενικού 2. ασάφεια, αοριστία … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek